- μονάξονας
- ο(κρυσταλλ.) γεωλογικός όρος που αναφέρεται σε κρυστάλλους με έναν μόνο οπτικό άξονα, ο οποίος ταυτίζεται με τον κύριο άξονα συμμετρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + άξονας. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
Dictionary of Greek. 2013.